- μηκόπτερα
- (mecoptera). Τάξη ολομετάβολων εντόμων, η κοινή ονομασία των οποίων είναι μύγες-σκορπιοί, εξαιτίας της ουράς των αρσενικών ατόμων της οικογένειας των πανορπιδών, η οποία είναι γυρισμένη στην άκρη προς τα πάνω, όπως η ουρά του σκορπιού. Η τάξη αυτή περιλαμβάνει 5 οικογένειες, με 12 γένη και περίπου 500 είδη. Τα μ. είναι έντομα μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους, με μακριές αρθρωτές κεραίες, μακριά πόδια και δύο ζεύγη όμοιων, λεπτών και μεμβρανωδών φτερών, που έχουν πολλές νευρώσεις και συχνά φέρουν πολύχρωμες κηλίδες. Τόσο οι προνύμφες τους όσο και τα ώριμα άτομα είναι παμφάγα και τρέφονται, κυρίως, με φυτικές ουσίες, σε αποσύνθεση, και πεθαμένα έντομα. Οι προνύμφες διαβιούν στο έδαφος, διαθέτουν στοματικά εξαρτήματα μασητικού τύπου και ομοιάζουν με τις προνύμφες των λεπιδοπτέρων (κάμπιες), ενώ τα ώριμα άτομα έχουν επίμηκες κεφάλι, με λεπτά μασητικά εξαρτήματα στην άκρη ενός ισχυρού ρύγχους.
Τα μ. έχουν παγκόσμια εξάπλωση, ωστόσο δεν αποτελούν κοινά έντομα. Εμφανίζονται στα υγρά εύκρατα και υποτροπικά κλίματα, όπου συναντώνται, κυρίως, σε δασικά ενδιαιτήματα.
Σημαντικότερες οικογένειες είναι οι πανορπίδες, οι κοινές μύγες-σκορπιοί και οι βιτακίδες, που περιλαμβάνουν έντομα θηρευτές με μακριά πόδια. Τα έντομα της οικογένειας των βορεϊδών είναι προσαρμοσμένα σε χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ, συχνά, ζουν στην επιφάνεια πάγων ή χιονιού και πεθαίνουν, όταν εκτίθενται στη θερμότητα των ανθρώπινων χεριών.
Τα περισσότερα μ. είναι γνωστά ως απολιθώματα.
* * *ταεντομολ. τάξη 250 περίπου ειδών ολομετάβολων πτερυγωτών εντόμων με κεφάλι επιμηκυσμένο σε ρόστρο το οποίο φέρει στο άκρο του στοματικά θρυπτικά μόρια.
Dictionary of Greek. 2013.